σουμπρέτα

σουμπρέτα
Θεατρικός όρος που προέρχεται από τη γαλλική λέξη soubrette και εξυπονοεί την πονηρή και τσαχπίνα νεαρή υπηρέτρια. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην κωμική όπερα (opera-comique) αλλ’ έπειτα γενικεύτηκε στο ελαφρό θέατρο. Σ. ωστόσο λέγονται και ηθοποιοί που παίζουν σε επιθεωρήσεις με χορευτικά «νούμερα», διανθισμένα με τραγούδια. Στην Ελλάδα, πολλές αξιόλογες ηθοποιοί του ελαφρού θεάτρου διαπρέψανε ως σ. Αξιόλογες σ. έχει να επιδείξει και το γαλλικό και το ιταλικό ελαφρό θέατρο. Η Λίλιαν Ράσελ, μια από τις ονομαστότερες σουμπρέτες του 18ου αιώνα στις ΗΠΑ.
* * *
η, Ν
1. κωμικός γυναικείος ρόλος, συνήθως καμαριέρας-υπηρέτριας, σε κωμική όπερα, σε οπερέτα ή σε κωμωδία, καθώς και η ηθοποιός που υποδύεται τέτοιους ρόλους
2. συνεκδ. νεαρή εύθυμη και πεταχτή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soubrette (< προβηγκ. soubreto)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σουμπρέτα — η (λ. γαλλ.) 1. ηθοποιός που παίζει το ρόλο υπηρέτριας σε κωμωδία. 2. πεταχτή και χαριτωμένη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουμπρετίστικος — η, ο, Ν αυτός που ταιριάζει σε σουμπρέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμπρέτα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. θεατριν ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • κολομπίνα — η (λ. ιταλ.), πρόσωπο της παλιότερης ιταλικής κωμωδίας με χαρακτήρα ζωηρό και εύθυμο, σουμπρέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”